λακκάση

λακκάση
η
(βιοχ.) οξειδωτικό ένζυμο που στην ενεργό μορφή του περιέχει ένα άτομο χαλκού και απαντά στον χυμό τών δέντρων που περιέχουν λάκκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. laccase < γαλλ. lacc-(πιθ. < νεολατ. lacca < ιταλ. lacca < μσν. λατ. lacca < αραβ. lakk < περσ. lak) + κατάλ. -ase].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”